- αιματέμεση
- Η αποβολή αίματος από το στόμα με εμετό. Αποτελεί συνήθως εκδήλωση αιμορραγίας του οισοφάγου, του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου. Η α. παρατηρείται και στα βρέφη.
* * *η Ιατρ.η αποβολή αίματος από το στόμα με τη μορφή εμέτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + έμεσις (η) < εμώ, πρβλ. γαλλ. hematemese].
Dictionary of Greek. 2013.